- πολυγαμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυγαμία2. φρ. «πολυγαμική οικογένεια» — οικογένεια που αποτελείται από ένα κεντρικό πρόσωπο, άνδρα ή γυναίκα, από τις ή τους συζύγους του και από τα παιδιά τους.επίρρ...πολυγαμικά Νκατά τρόπο πολυγαμικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αναστ. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.